- τεχνήμονες
- τεχνήμωνcunningly wroughtmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεχνήμων — ῆμον, Α 1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα ήμων (πρβλ. ζηλ ήμων)] … Dictionary of Greek